- περιήγημα
- τὸ, Α [περιηγούμαι]τοπογραφική περιγραφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιηγημάτων — περιήγημα topographical description neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγηματικός — ή, όν, Α [περιήγημα, ατος] αυτός που αναφέρεται στην περιήγηση, περιγραφικός … Dictionary of Greek